- εγγειοβελτιωτικός
- εγγειοβελτιωτικός, -ή, -ό και εγγειοβελτικός, -ή, -όπου αναφέρεται ή αφορά ή αποβλέπει στη βελτίωση της γεωργικής εκμετάλλευσης της γης: Εγγειοβελτιωτικά έργα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.