εγγειοβελτιωτικός

εγγειοβελτιωτικός
εγγειοβελτιωτικός, -ή, -ό και εγγειοβελτικός, -ή, -ό
που αναφέρεται ή αφορά ή αποβλέπει στη βελτίωση της γεωργικής εκμετάλλευσης της γης: Εγγειοβελτιωτικά έργα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εγγειοβελτιωτικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή αφορά ή αποβλέπει στη βελτίωση τής γεωργικής εκμετάλλευσης τής γης 2. φρ. «εγγειοβελτιωτικά έργα» τεχνικά έργα, εργασίες ή προσπάθειες που αποσκοπούν στην πάγια αύξηση τής καλλιεργητικής αξίας τού εδάφους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”